- καλλωπίσει
- καλλωπίζωbeautify the faceaor subj act 3rd sg (epic)καλλωπίζωbeautify the facefut ind mid 2nd sgκαλλωπίζωbeautify the facefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκχλόωση — η η αφαίρεση λωρίδας γης με τη χλόη της για να μεταφερθεί και καλλωπίσει άλλο μέρος (π.χ. πρασιά κήπου) … Dictionary of Greek